κιβωτός

κιβωτός
I
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών.
II
Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό κόλπο. Βρίσκεται στη βορειοανατολική είσοδο του στενού Πετάσι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ύδρας της νομαρχίας Πειραιώς.
III
Θρησκευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Κυκλοφόρησε την περίοδο 1952-55. Διευθυντές του διετέλεσαν οι Β. Μουστάκης και Φώτης Κόντογλου.
* * *
η (ΑΜ κιβωτός)
1. μεγάλη θήκη στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός τής Διαθήκης» ή «Κιβωτός τού Μαρτυρίου» — μεγάλη θήκη στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες τού Μωυσή, τη στάμνα τού μάννα και τη ράβδο τού Ααρών)
2. φρ. «Κιβωτός τού Νώε» — το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «Κιβωτός τής Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο λεξικό τής ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την εποπτεία τού πατριαρχείου, αλλά την έκδοση διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο τουρκικός όχλος
νεοελλ.-μσν.
μτφ. χώρος ιερής παρακαταθήκης και σωτηρίας («το πανεπιστήμιο είναι η κιβωτός τών ιδεών τής ελευθερίας»)
μσν.
κύβος
μσν.-αρχ.
ξύλινη θήκη, κιβώτιο, σεντούκι, κασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και τού κίβισις.
ΠΑΡ. κιβωτίδιο(ν), κιβώτιο(ν)
αρχ.-μσν.
κιβωτάριον.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. κιβωτοειδής, κιβωτοποιός
μσν.
κιωτόκρυπτος, κιβωτοτετράπλευρος
νεοελλ.
κιβωτάμαξα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιβωτός — η εύχρηστο στη φράση «κιβωτός του Νώε», που σημαίνει το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο διασώθηκε ο Νώε από τον κατακλυσμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιβωτός — κῑβωτός , κιβωτός box fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιβωτός της Διαθήκης — Ιερό σκεύος των Εβραίων κατά την αρχαιότητα, που αναφέρεται και ως κιβωτός του Μαρτυρίου. Επρόκειτο για ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, μήκους περίπου 1,10 μ., πλάτους 0,67 μ. και ύψους 0,67 μ. Ήταν επενδεδυμένο με χρυσό και στην κορυφή έφερε… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός του Νώε — Βιβλικός όρος. Πλωτό σκάφος (κιβωτός), που σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Γένεση) κατασκεύασε ο Νώε έπειτα από επιταγή του Θεού, για να διασώσει την οικογένειά του και κάποια είδη ζώων από τον Κατακλυσμό. Η κιβωτός είχε σύμφωνα με την παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός της ελληνικής γλώσσης — Μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, που ξεκίνησε να εκδίδεται στις αρχές του 19ου αι. Το απαραίτητο για την έκδοσή του ποσό παραχωρήθηκε από τους αδελφούς Ζωσιμάδες στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Το αρχικό σχέδιο σύνταξης… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα και ήταν πλοιοκτήτης. Συμμετείχε σε διάφορες ναυτικές επιχειρήσεις και διέθεσε όλη την περιουσία του για την ενίσχυση του Αγώνα. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος …   Dictionary of Greek

  • APAMIA vel APAMEA — APAMIA, vel APAMEA Phrygiae urbs, ad Marsyae fluv. ostia, Cibotos olim appellata. Graece autem κιβωτὸς est area, quâ voce utuntur tum auctor epistolae ad Hebraeos, c. 11. v. 7. tum B. Pertrus ep. 1. c. 3. v. 20. ubi de arca Noe; quam Flav.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λάρνακα — Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει… …   Dictionary of Greek

  • άρκα ή καλόγνωμες — Γένος ακέφαλων μαλακίων, που περιλαμβάνει περίπου 150 είδη που ζουν ακόμα και 500 μαζί απολιθωμένα. Οι ά. οφείλουν το όνομά τους στην παράξενη μορφή των θυρίδων του οστράκου τους που θυμίζουν πρωτόγονα πλοιάρια (λατινικά arca = κιβωτός)·… …   Dictionary of Greek

  • кивот — рама со стеклом для икон , гиперистическое киот, диал. кивоть, др. русск. кивотъ (Стеф. Новгор., Лаврентьевск. летоп. и др.), ст. слав. кивотъ κιβωτός (Супр.). Из греч. κιβωτός ящик, ларь ; слово семитского происхождения; см. А. Мюллер, ВВ 1,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”